ἀναληπτικά

ἀναληπτικά
ἀναληπτικός
restorative
neut nom/voc/acc pl
ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός
restorative
fem nom/voc/acc dual
ἀναληπτικά̱ , ἀναληπτικός
restorative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναληπτικά — Φάρμακα που έχουν την ικανότητα να διεγείρουν την αναπνευστική ή καρδιοκυκλοφορική λειτουργία, ή και τις δύο συγχρόνως, όταν αυτές έχουν εξασθενήσει από οποιαδήποτε παθολογική αιτία. Οι συνηθέστερες ενδείξεις χρήσης των α. είναι οι δηλητηριάσεις… …   Dictionary of Greek

  • καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …   Dictionary of Greek

  • αναληπτικός — ή, ό αυτό που συντελεί στο να αναλάβει, να αναρρώσει κανείς: Τα λεγόμενα αναληπτικά φάρμακα βοηθούν στην αναζωογόνηση των λειτουργιών του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”